μπαγιατεύω

μπαγιατεύω
και μπαγιατιάζω
1. (για τρόφιμα) καθίσταμαι μπαγιάτικος, χάνω τη φρεσκάδα μου («πέταξε το ψωμί γιατί μπαγιάτεψε»)
2. (κατ' επέκτ.) παλιώνω (α. «αισθήματα που έχουν πια μπαγιατέψει» β. «μπαγιάτεψ' η αγάπη μας και να βρω θέλω μι' άλλη», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat + κατάλ. -εύω / -ιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαγιατεύω — μπαγιατεύω, μπαγιάτεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπαγιατεύω — μπαγιάτεψα 1. (για τροφές), γίνομαι μπαγιάτικος, δεν είμαι φρέσκος: Μπαγιάτεψε το φαγητό και δεν τρώγεται. 2. μτφ., χάνω τη φρεσκάδα μου, γερνώ: Μπαγιάτεψε και έχασε την ομορφιά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαγιάτεμα — το [μπαγιατεύω] το αποτέλεσμα τού μπαγιατεύω …   Dictionary of Greek

  • εωλίζω — ἑωλίζω (Α) [ἕωλος] 1. αφήνω κάτι να γίνει παλιό, μπαγιάτικο, να υπάρχει πολύ καιρό 2. (με καλή σημ.) είναι δυνατό να διατηρηθώ ώς την επόμενη μέρα 3. παθ. ἑωλίζομαι είμαι ή γίνομαι έωλος, παλιώνω, μπαγιατεύω …   Dictionary of Greek

  • μπαγιατιάζω — βλ. μπαγιατεύω …   Dictionary of Greek

  • πανιάζω — και παννιάζω [παν(ν)ί] 1. γίνομαι άσπρος σαν πανί, χάνω το χρώμα μου από υπερβολικό φόβο ή από συγκίνηση, χλομιάζω 2. αποκτώ πανάδες στο δέρμα μου 3. (για τρόφιμα) χάνω τη φρεσκάδα μου, μπαγιατεύω, μουχλιάζω 4. (για φυτά) μαραίνομαι («πάνιασαν τα …   Dictionary of Greek

  • προσεωλίζομαι — Α γίνομαι επίσης έωλος, παλιώνω, μπαγιατεύω κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἑωλίζω, ομαι (< ἕωλος «παλαιός»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”